- ποιηματικός
- ποι-ημᾰτικός, ή, όν,A poetical, Plu.2.744f.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ποιηματικός — ή, όν, Α [ποίημα, ατος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε κάποιο ποίημα … Dictionary of Greek
ποιηματικούς — ποιηματικός poetical masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)